υποξύω

υποξύω
Α
ξύνω κάτι ελαφρώς ή τό ξύνω από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ξύω «ξύνω, λειαίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποξύουσι — ὑποξύ̱ουσι , ὑποξύω scrape a little pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποξύ̱ουσι , ὑποξύω scrape a little pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξύσαντα — ὑποξύ̱σαντα , ὑποξύω scrape a little aor part act neut nom/voc/acc pl ὑποξύ̱σαντα , ὑποξύω scrape a little aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • υπόξυσμα — ύσματος, τὸ, Μ [ὑποξύω] απόξεσμα («τὰ ὑποξύσματα τῆς ὁπλῆς τρίβειν ἐν οἴνῳ», Ιππιατρ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑποξυέσθω — ὑποξῡέσθω , ὑποξύω scrape a little pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξυόμενοι — ὑποξῡόμενοι , ὑποξύω scrape a little pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξύουσα — ὑποξύ̱ουσα , ὑποξύω scrape a little pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποξύων — ὑποξύ̱ων , ὑποξύω scrape a little pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέξυε — ὑπέξῡε , ὑποξύω scrape a little imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόξυσον — ὑπόξῡσον , ὑποξύω scrape a little aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”